- σπερματιστής
- οοπαδός της θεωρίας του σπερματισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπερματιστής — ο, ΝΜ νεοελλ. βιολ. οπαδός τής θεωρίας τού σπερματισμού μσν. γονιμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatist] … Dictionary of Greek